Αμπεβίλ

Αμπεβίλ
(Abbeville). Πόλη (24.588 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, κοντά στις εκβολές του ποταμού Σομ, ιστορική πρωτεύουσα της περιοχής Ποντιέ. Είναι βιομηχανική πόλη, με αξιόλογες βιομηχανίες υφαντών (βελούδα και δαμασκηνά υφάσματα), σακχαροποιίας, ορυχαλκουργίας, ζυθοποιίας και έτοιμων ενδυμάτων. Στην Α. υπάρχουν επίσης εργοστάσια στα οποία κατασκευάζονται ζυγοί και βιομηχανία ειδών διακόσμησης τάφων. Ιστορία. H πόλη και η περιοχή της ήταν κατοικημένη από την προϊστορική εποχή. Τον Μεσαίωνα έγινε αγροτικό κέντρο, το οποίο βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από το μοναστήρι του Αγίου Ρικέ. Κατά τις περιόδους 1279-1345 και 1361-1435, η Α. κυριεύτηκε από τους Άγγλους. Το 1473 πέρασε οριστικά πια στη γαλλική κυριαρχία. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν ονομαστή για τη βιομηχανία μάλλινων υφασμάτων. Στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η πρώτη περιοχή που έπεσε στα χέρια των Γερμανών και μέγαλο τμήμα της καταστράφηκε σημαντικά, διατήρησε όμως αρκετά αξιόλογα μνημεία της, όπως την εκκλησία του Αγίου Βουλφράν, η οποία χτίστηκε μεταξύ του 15ου και του 17ου αι. και είναι από τις ωραιότερες εκκλησίες γοτθικού ρυθμού στην Ευρώπη. Την πόλη κοσμούν και πολλές άλλες εκκλησίες και οικοδομήματα, όπως το δημαρχείο, το κωδωνοστάσιο του 13ου αι., το ανάκτορο του Φραγκίσκου Α’, το θησαυροφυλάκιο του 16ου αι. και πύργοι του 18ου αι. (μέγαρο Γκεγιόν). Έχει επίσης πλούσια βιβλιοθήκη και αξιόλογα μουσεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμπεβίλιος πολιτισμός — (abbevillian). Πολιτισμός της κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τα αμυγδαλοειδούς σχήματος χονδροειδή λαξευτά εργαλεία. Ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πόλη Αμπεβίλ, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της ο μελετητής της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ντιπρέ, Ζιλ — (Jules Dupre, 1811 – 1889). Γάλλος ζωγράφος. Διακρίθηκε κυρίως για τις τοπιογραφίες και τις θαλασσογραφίες του. Τα σημαντικότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται Άποψη των περιχώρων της Αμπεβίλ, Ηλιοβασίλεμα, Δάσος της Κομπιένης, Το πρωί, Επιστροφή …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Πικαρδία — (Picardie). Ιστορική περιοχή της βόρειας Γαλλίας και παλιά επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Βρέχεται από τη Μάγχη στα Δ και ορίζεται από την Αρτουά και την Eνό στα Β, από την Ιλ ντε Φρανς στα Ν, από τη Νορμανδία στα ΝΔ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”